Άλλη μια ιστορία περιμένει να την
διαμορφώσετε όπως εσείς θέλετε…
Μην ξεχνάτε ότι σε αυτό το μπλοκ δεν έχει
σημασία αν είσαστε έμπειροι ή όχι, δεν έχει σημασία αν έχετε γράψει ξανά…
Σημασία έχετε η έμπνευση και πως αυτή θέλει
να αποτυπωθεί σε λέξεις…
Οι κανόνες γνωστοί…
Διαβάστε όλο το κείμενο πριν αποφασίσετε να
γράψετε…
Αν έχετε στείλει ήδη e-mail
απλά
γράψτε στα σχόλια το όνομα σας ή το ψευδώνυμο σας και την λέξη «γράφω» …
Από την στιγμή που θα αναρτήσετε το σχόλιο,
έχετε 24 ώρες να γράψετε και να ανεβάσετε την συνέχεια όσο μεγάλη ή μικρή είναι
αυτή…
Δεν χρειάζεται σε αυτήν την ιστορία να
είσαστε εγγεγραμμένοι σε κάποια ομάδα… απλά γράψτε όσο θέλετε, όποτε θέλετε.
Ήρωες………..
Άννα
Είχε κλείσει πια τα 100 και ακόμα δεν είχε
σταματήσει να πολεμά…
Τα ρούχα της είχαν χιλιάδες μπαλώματα αλλά
δεν θα τα αποχωριζόταν μέχρι να αποκτήσουν χιλιάδες ακόμα…
Οι παλάμες της είχαν γεμίσει κάλους αλλά δεν άφηνε ούτε για μια στιγμή το σπαθί της από τα χέρια της…
Τα μαλλιά της είχαν γίνει άσπρα σαν λευκό
μπαμπάκι ενώ τα σμαραγδένια της μάτια είχαν πάρει μια κόκκινη απόχρωση… ήταν το
αίμα που είχε βάψει τα χέρια της, το δέρμα της, την ψυχή της…
Είχε έρθει η ώρα για όλα ή τίποτα… και ο
χαμένος θα πάρει αυτό που του αξίζει…
Διάλεξε ήρωα και διαμόρφωσε τον όπως θες...
Αν σας εμπνέει κάποια από αυτές τις φωτογραφίες για να δημιουργήσετε τον ήρωα σας μπορείτε να την χρησιμοποιήσετε ελεύθερα...
Αν δεν σας εμπνέει καμία από αυτές τις φωτογραφίες μπορείτε να δημιουργήσετε έναν δικό σας χαρακτήρα από την αρχή... αν έχετε βρει και κάποια φωτογραφεία που του ταιριάζει ακόμα καλύτερα... αν θέλετε μπορείτε να μου την στείλετε και να την ανεβάσω εδώ μαζί με μια περιγραφή που θα μου δώσετε εσείς ;)
Θυμάμαι ήμουν δέκα χρονών όταν μπήκα στο πούλμαν που κατευθυνόταν προς την Πάρνηθα. Όλοι γελάγαμε με τα ανέκδοτα του Κωστάκη που ήταν άσος σε αυτά. Όλοι τραγουδάγαμε με τα τραγούδια που έπαιζαν στο mp4 της Ματούλας. Όλοι χορεύαμε μισό-καθιστοί στις θέσεις μας. Θυμάμαι ακόμα την δασκάλα μας, την Μερόπη (πόσο την λατρεύαμε!) που έριχνε κλεφτές ματιές προς τα πίσω και τα μάτια της γυάλιζαν από υπερηφάνεια που ο κάθε ένας μας, με τον τρόπο του, εξέφραζε το πόσο ευτυχισμένοι νιώθαμε εκείνη την στιγμή. Περισσότερο όμως θυμάμαι όταν το πούλμαν – επιτέλους – σταμάτησε και κατεβήκαμε. Την μυρωδιά εκείνη δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ! Εκείνη η ομορφιά – στους τόνους του σκούρου πράσινου και του καφέ - που απλωνόταν μπροστά μου είναι μια εικόνα που δεν θα σβήσει ποτέ από τα μάτια μου. Ήταν η φύση. Όσο τότε την έβλεπα διάσπαρτη μέσα στην πόλη μου πέρναγε αδιάφορη. Με έκανε να την νιώθω ακόμα και σαν μια παραφωνία μπροστά στο σύνολο που αντίκριζα. Μια εικαστική παρέμβαση ενός τρελού ζωγράφου που απλά ήθελε να βάλει κάτι στον πίνακα του για να γεμίσει ένα ενοχλητικό κενό. Πόσο λάθος είχα κάνει. Όταν όμως την είδα σε όλο της το μεγαλείο δεν μπορούσα να νιώσω τίποτα λιγότερο από δέος! Ένα δέος που με άφησε με μάτια γουρλωμένα, με στόμα ανοιχτό και με φωνή ανύπαρκτη. Τι θα μπορούσα άλλωστε να πω. Δεν μπορούσα να κουνηθώ… αν δεν με σκούνταγε η δασκάλα πειραχτικά πιστεύω ότι θα ήμουν ακόμα εκεί να κοιτάω το τοπίο χωρίς να ξέρω τι άλλο να κάνω.
Αν δεν σας εμπνέει καμία από αυτές τις φωτογραφίες μπορείτε να δημιουργήσετε έναν δικό σας χαρακτήρα από την αρχή... αν έχετε βρει και κάποια φωτογραφεία που του ταιριάζει ακόμα καλύτερα... αν θέλετε μπορείτε να μου την στείλετε και να την ανεβάσω εδώ μαζί με μια περιγραφή που θα μου δώσετε εσείς ;)
========================================================
~ Πρόλογος ~
Θυμάμαι ήμουν δέκα χρονών όταν μπήκα στο πούλμαν που κατευθυνόταν προς την Πάρνηθα. Όλοι γελάγαμε με τα ανέκδοτα του Κωστάκη που ήταν άσος σε αυτά. Όλοι τραγουδάγαμε με τα τραγούδια που έπαιζαν στο mp4 της Ματούλας. Όλοι χορεύαμε μισό-καθιστοί στις θέσεις μας. Θυμάμαι ακόμα την δασκάλα μας, την Μερόπη (πόσο την λατρεύαμε!) που έριχνε κλεφτές ματιές προς τα πίσω και τα μάτια της γυάλιζαν από υπερηφάνεια που ο κάθε ένας μας, με τον τρόπο του, εξέφραζε το πόσο ευτυχισμένοι νιώθαμε εκείνη την στιγμή. Περισσότερο όμως θυμάμαι όταν το πούλμαν – επιτέλους – σταμάτησε και κατεβήκαμε. Την μυρωδιά εκείνη δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ! Εκείνη η ομορφιά – στους τόνους του σκούρου πράσινου και του καφέ - που απλωνόταν μπροστά μου είναι μια εικόνα που δεν θα σβήσει ποτέ από τα μάτια μου. Ήταν η φύση. Όσο τότε την έβλεπα διάσπαρτη μέσα στην πόλη μου πέρναγε αδιάφορη. Με έκανε να την νιώθω ακόμα και σαν μια παραφωνία μπροστά στο σύνολο που αντίκριζα. Μια εικαστική παρέμβαση ενός τρελού ζωγράφου που απλά ήθελε να βάλει κάτι στον πίνακα του για να γεμίσει ένα ενοχλητικό κενό. Πόσο λάθος είχα κάνει. Όταν όμως την είδα σε όλο της το μεγαλείο δεν μπορούσα να νιώσω τίποτα λιγότερο από δέος! Ένα δέος που με άφησε με μάτια γουρλωμένα, με στόμα ανοιχτό και με φωνή ανύπαρκτη. Τι θα μπορούσα άλλωστε να πω. Δεν μπορούσα να κουνηθώ… αν δεν με σκούνταγε η δασκάλα πειραχτικά πιστεύω ότι θα ήμουν ακόμα εκεί να κοιτάω το τοπίο χωρίς να ξέρω τι άλλο να κάνω.
«Έλα…» μου είχε ψιθυρίσει συνωμοτικά
προσέχοντας να μην την ακούσει κανείς άλλος πέρα από μένα. «Έχει πολλά
περισσότερα να δεις».
Συνειδητοποιώντας
ότι ήμουν η μόνη που είχα μείνει ακίνητη, εντελώς ντροπιασμένη, κούνησα απαλά
το κεφάλι μου και ακολούθησα τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης μου. Εκείνα δεν είχαν
παγώσει από το θέαμα όπως εγώ, εκείνα είχαν ήδη ξεκινήσει το παιχνίδι…
Όταν γύρισα στο σπίτι ο παππούς με υποδέχτηκε
με ένα πλατύ χαμόγελο. Οι γονείς μου δεν είχαν γυρίσει ακόμα από την δουλειά
και πίστευα ότι θα έπρεπε να περιμένω μια ολόκληρη μέρα για να πω όσα ήθελα να
εκφράσω. Είχα κάνει λάθος.
«Έλα, πες μου, βλέπω ότι τρώγεσαι να τα
βγάλεις από μέσα σου» με παρότρυνε ο παππούς πριν προλάβω ακόμα να αφήσω τα
πράγματα μου. Δεν είχα καταλάβει το πόσο εμφανές ήταν. Και πράγματι τρωγόμουν
να τα πω κάπου, οπουδήποτε, αλλά στον παππού;
«Εεε…» δεν ήξερα πώς να συνεχίσω, δεν ήξερα
πόσα εκείνος θα ήθελε να ακούσει. Πάντα πίστευα ότι δεν άκουγε ποτέ τίποτα. Και
πάλι λάθος.
«Πήγαμε στην Πάρνηθα…» συνέχισα αλλά κάτι με
σταμάτησε. Η ματιά του;
«Δεν θέλω να μου πεις πράγματα που ξέρω» η
απότομη φωνή του θα έπρεπε να με είχε κάνει να παγώσω αλλά αντίθετα εγώ,
καταλαβαίνοντας ότι ήθελε πράγματι να ακούσει όσα είχα να πω, πήρα τόση δύναμη που
συνέχισα με μεγαλύτερο ενθουσιασμό.
«Είχε τοοοσα πολλά δέντρα!» η ζωηράδα στην
φωνή μου τον έκανε να με ενθαρρύνει να πω περισσότερα με ένα έντονο βλέμμα
γεμάτο προσμονή. «Το ήξερες παππού ότι τα δέντρα δακρύζουν;» τον ρώτησα με την
καρδιά μου να χτυπάει στο στήθος μου σαν τρελή.
«Είδατε ρετσίνι;» ήταν η δική του ενθουσιώδης
απορία.
«Αχ παππού ήταν τόσο όμορφα!» του είχα
απαντήσει νοσταλγικά και την ίδια νοσταλγία ένιωσα να αγγίζει και την δική του
ματιά. «Όταν είδα πόσο άγρια ήταν η φλούδα των δέντρων στην αρχή τρόμαξα,
νόμιζα ότι θα μου έγδερνε το χέρι αν το ακουμπούσα αλλά είχα κάνει τόσο λάθος.
Να μύρισε…» τον παρότρυνα. «Έχεις μυρίσει κάτι πιο όμορφο;» μόλις εκείνος
άρπαξε το χέρι μου πήρε μια βαθιά ανάσα κλείνοντας τα μάτια του σφιχτά.
Η μοναδική απάντηση που πήρα ήταν το αρνητικό
κούνημα του κεφαλιού του.
«Πες μου κι άλλα» δεν ήταν απλή παράκληση,
ήταν μια ανάγκη που πήγαζε μέσα από την ψυχή του.
«Δεν ξέρω τι άλλο να πω παππού, όλα ήταν ΤΟΣΟ
όμορφα!» τα μάτια μου σχεδόν δάκρυσαν. Το ίδιο και τα δικά του.
«Γιατί δεν έχουμε και εδώ κάτι τέτοιο;» τον
είχα ρωτήσει με παράπονο εννοώντας φυσικά όλη αυτήν την φύση μέσα στην πόλη μας.
«Γιατί κάποτε την κάψαμε για να
φτιάξουμε πολυκατοικίες, την
καταπατήσαμε, την γεμίσαμε με άσφαλτο με πίσσα…» έφτυσε σκληρά και τα λόγια του
με πάγωσαν, ίσως για πρώτη φορά. Δεν συνήθιζε να είναι τόσο αυστηρός. Συνήθως
απλά ήταν αδιάφορος.
«Μα αν δεν φτιάχναμε πολυκατοικίες τώρα που
θα ζούσαμε…;» ήταν η αυτόματη απορία μου. «Αν δεν υπήρχε η άσφαλτος πως τα
αυτοκίνητα θα μπορούσαν…»
«Αυτό ακριβώς εννοώ» με είχε διακόψει απότομα
τότε και δεν είχε δεχτεί να ακούσει, αλλά περισσότερο να πει, τίποτα άλλο.
90 χρόνια μετά...
Η Άννα κάθισε στις ρίζες ενός σαπισμένου δέντρου για να ξαποστάσει. Η ανάσα της έβγαινε λαχανιασμένα, ο λαιμός της ήταν ξερός, η καρδιά της μάταια προσπαθούσε να βρει ξανά έναν φυσιολογικό ρυθμό. Η αδρεναλίνη της έκανε το αίμα της να ρέει με βία μέσα στις φλέβες της. Έκλεινε τα εκατό και όμως είχε την δύναμη και την αντοχή μιας δεκάχρονης κοπέλας. Πόσο λάθος θα φαινόταν αυτό πριν ενενήντα χρόνια, κι όμως...
Καλή σας έμπνευση...